Εκδόθηκε την 08-06-2018 η με αρ. πρωτ. Φ10042/οικ.13567/329 (ΑΔΑ: 7ΑΛ2465Θ1Ω-Α46) Ερμηνευτική Εγκύκλιος του Υπουργείου Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης & Κοινωνικής
Αλληλεγγύης με θέμα: «Συμπληρωματικές οδηγίες για τον προσδιορισμό των συντάξιμων αποδοχών και σχετικών κρατήσεων δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών».
Παρόλο που η ανωτέρω εγκύκλιο έχει προκαλέσει ιδιαίτερη σύγχυση τις τελευταίες ημέρες, η ΠΟΣΥΦΥ από τον Δεκέμβριο του 2016 είχε ερμηνεύσει το πλαίσιο εφαρμογής της αναγνώρισης της μάχιμης 5ετίας και είχε ενημερώσει εγκαίρως για την αμετάβλητη κατάσταση, αναμένοντας και την σχετική ερμηνευτική εγκύκλιο. Σήμερα, μετά από 18 μήνες εκδόθηκε η σχετική ερμηνευτική εγκύκλιο που επιβεβαιώνει την δημόσια τοποθέτηση της ΠΟΣΥΦΥ που είχε προβεί πριν ενάμιση έτους. Η εμπεριστατωμένη και έγκυρη τοποθέτηση της Ομοσπονδίας επιτρέπει σε όσους την ακολουθούν, στην πληρέστερη ενημέρωση για τόσο σημαντικά ζητήματα.
Ειδικότερα,
με την ανωτέρω εγκύκλιο και όσον αφορά τον υπολογισμό διπλάσιου χρόνου υπηρεσίας των πολιτικών και στρατιωτικών υπαλλήλων (κεφάλαιο Η.) διευκρινίζουμε ότι:
Με τις διατάξεις της παρ. 1 και 3 του αρ. 59 του Π.Δ. 169/2007 ορίζεται ότι στους πολιτικούς και στρατιωτικούς υπαλλήλους, που διορίζονται ως τακτικοί υπάλληλοι ή κατατάσσονται ως στρατιωτικοί από 01-10-1990 και εφεξής, επιβάλλεται κράτηση υπέρ Δημοσίου για σύνταξη στις μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές τους, ίση με το ποσοστό που ισχύει κάθε φορά για τους ασφαλισμένους στην κοινή ασφάλιση του τ. ΙΚΑ – ΤΕΑΜ. Η εν λόγω κράτηση καταβάλλεται και για την αναγνώριση ως συντάξιμης κάθε υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας που λογίζεται ως συντάξιμη από το Δημόσιο. Εάν κάποια από τις υπηρεσίες αυτές υπολογίζεται αυξημένη στο διπλάσιο, οι εισφορές καταβάλλονται επίσης αυξημένες στο διπλάσιο και ο χρόνος αυτός θεωρείται ως χρόνος πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας. Οι υπηρεσίες που υπολογίζονται αυξημένες στο διπλάσιο είναι τα πτητικά και καταδυτικά εξάμηνα, ο χρόνος υπηρεσίας των εκκαθαριστών ναρκοπεδίων, στην ΕΚΑΜ, καθώς και η μάχιμη πενταετία (Π.Δ. 169/2007 και Ν.2084/1992). Ο χρόνος αυτός δεν υπολογίζεται αυξημένος στο διπλάσιο, εάν ο πολιτικός ή στρατιωτικός υπάλληλος δεν καταβάλλει τις διπλάσιες εισφορές, μετά από σχετική δήλωσή του στην υπηρεσία. Αυτό σημαίνει ότι η υπηρεσία θα πρέπει από μόνη της να προβεί στη σχετική διπλή παρακράτηση εισφορών, εφόσον ο υπάλληλος παρέχει υπηρεσία που υπολογίζεται αυξημένη στο διπλάσιο, πράγμα όμως το οποίο δεν εφαρμόζεται αλλά αντιθέτως θα πρέπει ο υπάλληλος να προβεί από μόνος του σε σχετική δήλωση προς την υπηρεσία, προκειμένου να του παρακρατηθούν διπλές ασφαλιστικές εισφορές και κατ’ επέκταση να αναγνωρίσει το διπλάσιο συντάξιμο χρόνο.
Με τις διατάξεις της παρ. 1 του αρ.5 του Ν. 4387/2016, σε συνδυασμό με την με αρ. πρωτ. 111482/0092/30.11.2016 (ΦΕΚ Β΄4005/2016) Υπουργική Απόφαση, από 01.01.2017 το ποσοστό εισφοράς κλάδου σύνταξης στον ΕΦΚΑ ορίζεται σε 20% και επιμερίζεται σε ποσοστό 6,67% για τον ασφαλισμένο και 13,33% για τον εργοδότη. Για όσους υπαλλήλους υπηρετούσαν ήδη κατά την 31.12.2016, το ποσοστό εισφοράς του εργοδότη ανέρχεται σε 3,33% για το έτος 2017, σε 6,67% για το έτος 2018, σε 10% για το έτος 2019 και 13,33% για το έτος 2020 και εφεξής ούτως ώστε η συνολική εισφορά κλάδου σύνταξης ασφαλισμένου και εργοδότη να ανέρχεται πλέον σε 20%.
Έτσι λοιπόν υπηρεσίες που έχουν πραγματοποιηθεί έως και 31.12.2017, ο χρόνος των οποίων μπορεί αλλά δεν έχει αναγνωρισθεί ακόμα στο διπλάσιο ( πτητικά, καταδυτικά, κ.λ.π.) μπορούν να αναγνωρισθούν οποτεδήποτε ακόμα και κατά το χρόνο συνταξιοδότησης, μετά από σχετική αίτηση του πολιτικού ή στρατιωτικού υπαλλήλου. Η εισφορά για την αναγνώριση υπολογίζεται με βάση τα ποσοστά εισφορών κλάδου σύνταξης και τις συντάξιμες αποδοχές που ίσχυαν όταν πραγματοποιήθηκε η συγκεκριμένη κάθε φορά υπηρεσία και όχι κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για αναγνώριση. Οι ανωτέρω χρόνοι, οι οποίοι υπολογίζονται στο διπλάσιο, εφόσον αναγνωρισθούν με την καταβολή διπλών ασφαλιστικών εισφορών, αποτελούν σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, χρόνους πραγματικής και όχι πλασματικής υπηρεσίας και προσμετρούνται με τον υπόλοιπο χρόνο ασφάλισης για τον υπολογισμό της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης, τόσο για τον καθορισμό του ποσοστού αναπλήρωσης, σύμφωνα με το αρ. 8 του Ν. 4387/2016, όσο και για τον υπολογισμό του μέσου όρου των συντάξιμων αποδοχών, προσαυξάνοντας αυτόν στο έτος που παρασχέθηκε κάθε φορά η εν λόγω υπηρεσία.
Πρέπει όμως να σημειωθεί εδώ, ότι αν πρόκειται για διορισμένους έως 30.09.1990 (καταταγέντες στο Σώμα ή ασφαλισμένους στο Δημόσιο ή Δημόσιο Οργανισμό) η αναγνώριση του χρόνου των υπηρεσιών στο διπλάσιο, εξακολουθεί να γίνεται χωρίς καταβολή διπλών εισφορών. Στην περίπτωση όμως αυτή, οι ανωτέρω αναγνωριζόμενοι χρόνοι δεν προσμετρούνται για τον υπολογισμό του μέσου όρου των συντάξιμων αποδοχών που διαμορφώνουν την ανταποδοτική σύνταξη.
Για υπηρεσίες που θα παρασχεθούν από 01.01.2018 και μετά, ο χρόνος των οποίων μπορεί να υπολογισθεί στο διπλάσιο, ισχύουν τα προαναφερθέντα περί σχετικής δήλωσης στην Υπηρεσία και καταβολή διπλών ασφαλιστικών εισφορών τόσο για τον ασφαλισμένο όσο και για τον εργοδότη. Η κράτηση διπλών ασφαλιστικών εισφορών για κύρια σύνταξη, θα πρέπει να γίνεται αυτόματα από την υπηρεσία και μόνο μετά από σχετική δήλωση του υπαλλήλου να διακόπτεται. Τα ως άνω ποσοστά εισφορών υπολογίζονται επί των συντάξιμων αποδοχών που ισχύουν κατά το χρόνο που πραγματοποιείται η υπηρεσία που λογίζεται αυξημένη στο διπλάσιο.
Σε περίπτωση όμως που ο υπάλληλος – στρατιωτικός αρχικά έχει υποβάλλει δήλωση να μην παρακρατούνται διπλές ασφαλιστικές εισφορές και εν συνεχεία επιθυμεί την αναγνώριση του διπλάσιου χρόνου, μπορεί να το αιτηθεί οποτεδήποτε, είτε κατά τη διάρκεια της ενεργού υπηρεσίας του είτε κατά το χρόνο συνταξιοδότησής του, με τη διαφορά ότι οι
εισφορές που θα πρέπει να καταβάλλει θα υπολογισθούν επί των συντάξιμων αποδοχών του, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησής του.
Όσον αφορά την αναγνώριση της μάχιμης πενταετίας (αρθρ. 40 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων Π.Δ 169/2007), εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 4387/2016, οι διατάξεις της παρ. 3 του αρ. 22 του Ν. 3865/2010, σύμφωνα με τις οποίες προβλέπεται διαφορετική βάση υπολογισμού της ασφαλιστικής εισφοράς κλάδου σύνταξης για τα στελέχη των Σωμάτων Ασφαλείας και του Πυροσβεστικού Σώματος.
Έτσι λοιπόν ο χρόνος αυτός αναγνωρίζεται ως συντάξιμος, με καταβολή του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών (ασφαλισμένου και εργοδότη) από τους ενδιαφερομένους ήτοι 6,67%+13,33%=20%. Οι εισφορές αυτές υπολογίζονται επί της εκάστοτε αποζημίωσης που λαμβάνουν για εργασία πέραν του πενθημέρου σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης ΣΤ’ του άρθρου 55 του Ν.1249/1982 και παρακρατούνται κατά το χρόνο καταβολής της αποζημίωσης, κατ’ ανώτατο όριο για μία πενταετία. Ο χρόνος της μάχιμης πενταετίας δεν είναι πλασματικός αλλά πραγματικός, αφού αφορά εργασία πέραν του πενθημέρου και διαχωρίζεται από τους πλασματικούς χρόνους ασφάλισης ( αρθρ. 15 § 16 Ν. 4387/2016 ).
Συνεπώς και σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις δεν επέρχεται καμία μεταβολή στο τρόπο υπολογισμού της αναγνώρισης του χρόνου της μάχιμης 5ετίας στο διπλάσιο.
Τρόπος υπολογισμού εισφοράς για αναγνώριση της μάχιμης 5ετίας.
Το ποσό που προκύπτει από την υπερωριακή απασχόληση ως εργασία πέραν του πενθημέρου, για πέντε έτη ( μάχιμη πενταετία ) θα είναι :
5 έτη Χ 52 εβδομάδες / έτος Χ 46 € (αποζ. πενθημέρου) = 11.960 €
Καθόσον η εισφορά αναγνώρισης είναι 20% (ασφαλιστικές εισφορές ασφαλισμένου και εργοδότη) επί του ανωτέρω ποσού ( 11.960 € ) και καταβάλλονται εξ ολοκλήρου από τον ενδιαφερόμενο ασφαλισμένο, προκύπτει :
11.960 € Χ 20 % = 2.392 € (συνολικό ποσό καταβολής για την αναγνώριση).
Σύμφωνα και πάλι με τις κείμενες διατάξεις, το ποσό επιμερίζεται σε δόσεις τόσες όσοι είναι και οι μήνες της αναγνώρισης.
Δηλαδή, 2392 € : 60 μήνες ( 5ετία μάχιμη) = 39,87 € ( ποσό μηνιαίας καταβολής του ασφαλισμένου για την αναγνώριση).
Για διορισμένους έως 30.09.1990 (καταταγέντες στο Σώμα ή ασφαλισμένους στο Δημόσιο ή Δημόσιο Οργανισμό) η αναγνώριση του χρόνου της μάχιμης 5ετίας, εξακολουθεί να γίνεται χωρίς καταβολή ασφαλιστικών εισφορών.
Ο αναγνωριζόμενος σύμφωνα με τα ανωτέρω χρόνος της μάχιμης 5ετίας, συνυπολογίζεται με το λοιπό χρόνο ασφάλισης για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης (αρ. 8 Ν. 4387/2016), μόνο για τον καθορισμό του ποσοστού αναπλήρωσης και όχι για τον υπολογισμό του μέσου όρου των συντάξιμων αποδοχών από το 2002 έως και την ημερομηνία υποβολής της αίτησης προς συνταξιοδότηση, τόσο για τους διορισμένους έως 30.09.1990 (χωρίς καταβολή εισφοράς), όσο και για τους διορισμένους από 01.10.1990 και εντεύθεν (με καταβολή εισφοράς).
Για οποιαδήποτε επιπρόσθετη εξέλιξη επί των ανωτέρω θεμάτων, η Ομοσπονδία με ορθότητα θα προβαίνει στην αναλυτική και κατανοητή ερμηνευτική ανάπτυξη ώστε να συμβάλλει στην πληρότητα της γνώσης για όλους
http://posyfy.gr