Εικόνα αρχείου.
Βάζει (Αρειο) Πάγο στους εισαγγελείς
Tον κώδωνα του κινδύνου για τις συνθήκες κράτησης στις ελληνικές φυλακές και στα Αστυνομικά Τμήματα κρούει ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Δ. Σκιαδαρέσης, καθώς η Ελλάδα δέχεται τη μια καταδίκη μετά την άλλη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), χωρίς παρ’ όλα αυτά να συμμορφώνεται με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου, που μένουν επί δεκαετίες ουσιαστικά ανεκτέλεστες.
Στην εγκύκλιο που έστειλε στις 2 Μαΐου 2024 στους εισαγγελείς, με κοινοποίηση στον πρόεδρο του Αρείου Πάγου και τους υπουργούς Δικαιοσύνης και Προστασίας του Πολίτη, ο κ. Σκιαδαρέσης επισημαίνει ότι μέχρι το τέλος του 2023 η Ελλάδα είχε 139 καταδικαστικές αποφάσεις από το Δικαστήριο του Στρασβούργου για παραβίαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, του άρθρου που απαγορεύει τα βασανιστήρια και την απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία.
Αλλες 567 υποθέσεις κρατουμένων που είχαν προσφύγει στο ΕΔΔΑ σε σχέση με τις συνθήκες κράτησης έκλεισαν με φιλικό διακανονισμό που έκανε η ελληνική κυβέρνηση, ενώ υπήρξαν και 83 μονομερείς δηλώσεις.
Μάλιστα, το 2023 η Ελλάδα βρέθηκε στην πέμπτη θέση μεταξύ των 46 χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης με κριτήριο τον μεγάλο αριθμό των υποθέσεων που εκκρεμούσαν στο Δικαστήριο κυρίως για θέματα συνθηκών κράτησης.
Αποζημιώσεις 3.600.000 €
Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 2018 ώς το 2023 η Ελλάδα κατέβαλε περίπου 3.600.000 ευρώ σε αποζημιώσεις κρατουμένων που δικαιώθηκαν στο ΕΔΔΑ.
Μόνο το 2023, το ποσό των αποζημιώσεων ανήλθε σε 2.866.529 ευρώ.
Στις περισσότερες από τις καταδικαστικές αποφάσεις το Δικαστήριο διαπιστώνει επίσης παράβαση και του άρθρου 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, καθώς μέχρι πρότινος δεν δινόταν η δυνατότητα στους κρατούμενους να προσφύγουν στην ελληνική Δικαιοσύνη κατά των απάνθρωπων και εξευτελιστικών συνθηκών κράτησης.
Ο κ. Σκιαδαρέσης σημειώνει ότι η δυνατότητα των κρατουμένων να υποβάλουν αναφορά στο Συμβούλιο της Φυλακής ή στην Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών ή στον Συνήγορο του Πολίτη δεν συνιστά πλήρη και αποτελεσματική προσφυγή, όπως η προσφυγή στη Δικαιοσύνη.
Η δυνατότητα αυτή δόθηκε το 2022 με τον νόμο 49885/27/10/2922, ο οποίος προβλέπει ότι οι κρατούμενοι μπορεί να προσφύγουν στον νέο θεσμό των δικαστηρίων εκτέλεσης ποινών ή, μέχρι να συσταθούν νομοθετικά τα δικαστήρια αυτά, στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών.
Ωστόσο, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου επισημαίνει ότι, αν και η νομοθετική ρύθμιση καλύπτει ένα κενό στην ελληνική νομοθεσία που οδήγησε σε πολλές καταδίκες στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, εντούτοις χρειάζεται να τεθεί και σε εφαρμογή. Ο κ. Σκιαδαρέσης επικαλείται τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Αντεγκληματικής Πολιτικής του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, σύμφωνα με τα οποία, από την έναρξη της ισχύος του νόμου στις 27/10/2022 μέχρι τις 15/4/2024 έχουν γίνει 197 προσφυγές, ατομικές και ομαδικές, για θέματα συνθηκών κράτησης. Από αυτές απορρίφθηκαν οι 98 και έγιναν δεκτές μόνο τέσσερις.
Επιπλέον, σε 15 από τα 34 σωφρονιστικά καταστήματα δεν έχουν υποβληθεί καθόλου προσφυγές, συμπεριλαμβανομένων του Σωφρονιστικού Καταστήματος Κορυδαλλού και του Ψυχιατρείου Κορυδαλλού.
Ο κ. Σκιαδαρέσης επισημαίνει με νόημα ότι η κρίση του εισαγγελικού λειτουργού είναι «ανεξάρτητη, αμερόληπτη και ανεπηρέαστη από τυχόν “αλληλεγγύη” προς τις -πράγματι “αδελφές”- σωφρονιστικές αρχές, ενώ η ελάχιστη προσήνεια προς τους κρατούμενους, που είναι εξ ορισμού η αδύνατη (“ευάλωτη” κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ) πλευρά, σαφώς δεν βλάπτει, αλλά εξισορροπεί την προσέγγιση της ζητούμενης αποτελεσματικής εφαρμογής» [της νομοθετικής ρύθμισης].
Ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου αισθάνεται την ανάγκη να επισημάνει ότι «ο εισαγγελικός λειτουργός -όπως άλλωστε και ο δικαστικός- ουδέποτε διαπλάθει, αλλά με σύνεση και περίσκεψη διαπιστώνει ακριβοδίκαια την πραγματικότητα για τις συνθήκες κράτησης (χωρίς παραχωρήσεις ή εκπτώσεις προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση) και σε καμία περίπτωση δεν είναι και δεν γίνεται μέρος του τυχόν υπάρχοντος προβλήματος, ενώ με τις αιτιολογημένες και οπωσδήποτε νουνεχείς, ισορροπημένες και πειστικές αντίστοιχα προτάσεις και αποφάσεις του, αποδεικνύει καθημερινά ότι είναι ουσιώδης, βαρύνουσα και σημαντική πλευρά προς επίλυση του τυχόν υπάρχοντος προβλήματος».
Σημειώνει, τέλος, ότι οι καταδίκες της χώρας μας δεν πλήττουν μόνο την εικόνα της ελληνικής κυβέρνησης αλλά «εμμέσως μεν αλλά κυρίως» στις υποθέσεις συνθηκών κράτησης την εικόνα της ελληνικής Δικαιοσύνης, «η οποία πρέπει να εξέρχεται της εκάστοτε δοκιμασίας αλώβητη και άμωμη», κάτι που δεν επιτυγχάνεται σε ορισμένες εμβληματικές καταδίκες της χώρας μας από το ΕΔΔΑ.