Τρόμος, πανικός και μαρτυρίες που αποτυπώνουν με τον πιο δραματικό τρόπο τα όσα έγιναν το βράδυ της Κυριακής (22.07.2018) στην ελληνική συνοικία στο Τορόντο του Καναδά. Είχαν περάσει μόλις λίγα λεπτά από τη στιγμή που ένας μαυροφορεμένος άνδρας, με καπέλο είχε ανοίξει πυρ έξω από ελληνικό εστιατόριο. Σκότωσε μια νεαρή γυναίκα, τραυμάτισε άλλους 13 ανθρώπους (ανάμεσά τους ένα κορίτσι 9 ετών που είναι σε κρίσιμη κατάσταση) πριν πέσει νεκρός.
Οι αυτόπτες μάρτυρες περιγράφουν τον πανικό που επικράτησε. Πως όλοι έτρεχαν τρομοκρατημένοι, φώναξαν τρομαγμένοι και προσπαθούσαν να ξεφύγουν. Άλλοι, καταγγέλλουν την αργή αντίδραση της αστυνομίας. Χαρακτηριστικά τα όσα αναφέρει ο Μάικλ Κοζάρις, που εργάζεται στο εστιατόριο Μεζές, στην βόρεια πλευρά του Ντάνφορθ, όταν άκουσε τους πυροβολισμούς. «Νόμιζα ότι ήταν πυροτεχνήματα, αλλά το εστιατόριο έχει θόρυβο και δεν το σκέφτηκα και πολύ. Όμως μετά τον δέκατο πυροβολισμό σκέφτηκα «ΟΚ, κάτι συμβαίνει» και είδα ανθρώπους στο αίθριο να πετάγονται».
Ένας συνάδελφος τού είπε «δεν είναι σφαίρες» και βγήκε έξω να δει. «Ακούμε πυροβολισμούς, αλλά δεν βλέπουμε τίποτε». Τότε, ένας άλλος συνάδελφος σερβιτόρος, ο Νικ, του είπε να μπει μέσα, τον τράβηξε και ακούστηκαν άλλοι δύο πυροβολισμοί. Και τότε ο Νικ είπε «Γα…το, με πυροβόλησε. Κάλεσε το 911, ένα ασθενοφόρο» και αίμα έτρεχε από το χέρι του. Πιστεύουμε ότι η σφαίρα εξοστρακίσθηκε από το πόμολο της πόρτας».
Ο Μάικλ Κοζάρις είπε ότι τηλεφώνησε στο 911 και περίμενε στο ακουστικό πολλά λεπτά πριν κάποιος τρέξει έξω και αρπάξει έναν αστυνομικό. Ο αστυνομικός είπε στον συνάδελφό του ότι έρχεται ασθενοφόρο, αλλά θα πρέπει να περιμένει!
«Ο Νικ χάνει αίμα. Τρέχει παντού, και αρχίζει να χάνει τις αισθήσεις του», δήλωσε ο Κοζάρις και τότε ένας φίλος τον μετέφερε με το αυτοκίνητό του στο κοντινό νοσοκομείο Michael Garron. Πρόσθεσε πως άκουσε ότι ο συνάδελφός του έκανε ακτινογραφίες και πιστεύει ότι η σφαίρα βρίσκεται ακόμη στο χέρι του.
«Μας πυροβολούν, τρέξτε!»
Η Στέιβι Καρνούσκου βρισκόταν μαζί με φίλους έξω από το μπαρ Logo στην νότια πλευρά του Ντάνφορθ, ανατολικά της λεωφόρου Λόγκαν. «Άκουσα «μπαμ, μπαμ» και γύρισα διότι νόμιζα ότι ήταν πυροτεχνήματα… και μετά η μητέρα ενός φίλου μου άρχισε να φωνάζει «μάς πυροβολούν, τρέξτε μέσα»», τόνισε η Στέιβι Καρνούσκου, η οποία εκείνη την ώρα δέχτηκε τηλεφώνημα από την αδελφή της που βρισκόταν σε έξαλλη κατάσταση, διότι δεν μπορούσε να βρει τον αρραβωνιαστικό της. Κοιτάζοντας έξω είδε δύο θύματα, που της φάνηκε ότι ήταν γυναίκες, πεσμένα στο απέναντι πεζοδρόμιο.
Δέκα λεπτά μετά, η Στέιβι Καρνούσκου βγήκε και είδε δύο γυναίκες πεσμένες στο έδαφος και ανθρώπους που προσπαθούσαν να τις σώσουν κάνοντάς τους τεχνητή αναπνοή.
«Για την μία μπορούσα να δω τα πόδια της, ήταν μελανά», δήλωσε η γυναίκα με τρεμάμενη φωνή κλείνοντας με το χέρι το στόμα της. «Ήθελα να την βοηθήσω, αλλά δεν ήξερα τι να κάνω».
Είδε επίσης έναν άνδρα που είχε δεχθεί σφαίρα, πεσμένο στο αίθριο του αρτοποιείου-καφέ Lukumum και έναν άνδρα που προσπαθούσε να τον βοηθήσει. Τής φάνηκε ότι πέρασαν τουλάχιστον δέκα λεπτά μέχρι να φθάσει η πυροσβεστική, ενώ η ίδια και άλλοι διαμαρτυρήθηκαν για το ότι η αστυνομία δεν έφθασε νωρίτερα. «Ζω στο Ντάνφορθ τα τελευταία τέσσερα χρόνια και πάντα υπάρχει γύρω ένα περιπολικό. Εάν υπήρχε ένα περιπολικό στην περιοχή αυτή, δεν θα μπορούσε να πυροβολεί επί τόση ώρα», είπε.
«Γύρισα και είδα τον δράστη»
Η Τζέσικα Γιάνγκ, εργαζόμενη στο κατάστημα Second Cup είπε πως κοίταξε στα μάτια τον δράστη. «Κοίταξα στο πλάι μου και είδα τον δράστη μέσα από το παράθυρο. Κι εκείνος είδε εμένα ή τον συνάδελφό μου ή κάποιον άλλο, σήκωσε το όπλο και άρχισε να πυροβολεί μέσα από το παράθυρο».
Η Τάνια Γουίλσον, ιδιοκτήτρια καταστήματος που κάνει τατουάζ, έκλεινε το μαγαζί της και ετοιμαζόταν να πάει για δείπνο με φιλικό της πρόσωπο όταν έγιναν όλα. Είδε κι εκείνη τον δράστη, τον άνδρα με τα μαύρα ρούχα, το καπέλο και τα μακριά μαλλιά. Και αμέσως μπήκε τρομαγμένη ξανά στο μαγαζί της. «Ειλικρινά, όλα γίνονταν πολύ γρήγορα και δεν ήξερα τι να κάνω».
Ξαφνικά, περιέγραψε ότι δυο άνθρωποι βρέθηκαν έξω από το μαγαζί της κι άρχισαν να χτυπούν την πόρτα της. Της ζητούσαν να τους αφήσει να μπουν μέσα. Στον πανικό της, η Γουίλσον φοβήθηκε ότι αυτοί οι δυο άνθρωποι μπορεί να ήταν συνεργοί του ενόπλου. Μετά, όμως, είδε αίμα. Είδε πως ήταν τραυματισμένοι. Ήταν μια ηλικιωμένη γυναίκα και ένας νεαρός άνδρας, μητέρα και γιος όπως έμαθε αργότερα, και οι δυο χτυπημένοι από τις σφαίρες του ενόπλου. «Ήταν κατατρομοκρατημένοι, έκλαιγαν, «υπάρχει ένας άνδρας με όπλο», έλεγαν».
Πηγή: Toronto Star, ΑΠΕ – ΜΠΕ