Αλεξάνδρα Μάμμα:
Σύλληψη στο Κουκάκι – σε ποιο βαθμό είναι επιτρεπτή η άσκηση αστυνομικής βίας κατά τη σύλληψη
Η έρευνα η οποία θα γίνει το προσεχές χρονικό διάστημα για τα γεγονότα που συνέβησαν στο Κουκάκι θα αναδείξει την αλήθεια για τα όσα έλαβαν χώρα και κυρίως για το αν υπήρξε υπέρβαση από μέρους των αστυνομικών οργάνων ή αν αντίθετα οι ενέργειες στις οποίες οδηγήθηκαν ήταν σύμφωνες με το νόμο.
Οι λεπτομέρειες αναφορικά με τον τρόπο σύλληψης παρουσιάζονται διαφορετικά από την πλευρά της αστυνομίας και διαφορετικά από την πλευρά της οικογένειας του σκηνοθέτη Δημήτρη Ινδαρέ.
Η αστυνομία επίσημα έχει εξηγήσει ότι οι γιοί του σκηνοθέτη συμμετείχαν στην κατάληψη που διαπιστώθηκε ότι υπήρχε στο διπλανό κτίριο, ότι ήταν ανάμεσα στα άτομα που πέταξαν πέτρες, πυροσβεστήρες και άλλα επικίνδυνα αντικείμενα στοχεύοντας να προκαλέσουν σωματική βλάβη στα αστυνομικά όργανα και ότι πέρασαν στην ταράτσα του πατρική τους οικίας , λόγω εγγύτητας των δύο χώρων, για να αποφύγουν τη σύλληψη. Επίσης, ότι ο πατέρας επιτέθηκε φραστικά και σωματικά κατά αστυνομικού και προσπάθησε να αφαιρέσει το όπλο που εκείνος έφερε και εν γένει να αντισταθεί στη σύλληψη.
Αν αυτοί οι ισχυρισμοί αποδειχθούν αληθείς , τότε η πράξη των αστυνομικών που συνέλαβαν δράστες αυτόφωρου πλημμελήματος δεν είναι άδικη, παρότι πληροί την ειδική υπόσταση της παράνομης κατακράτησης (άρθρο 325 ΠΚ), ενδεχομένως δε και της παράνομης βίας (άρθρο 330 ΠΚ), γιατί αποτελεί εκπλήρωση καθήκοντος επιβεβλημένου από τις διατάξεις των άρθρων 275 παρ. 1 ΚΠΔ και 276 παρ.1 ΚΠΔ. Υφίσταται δηλαδή εν προκειμένω ειδικός λόγος άρσης του αδίκου των πράξεων των αστυνομικών οργάνων.
Σκόπιμο είναι να δούμε αναλυτικότερα ποιες είναι οι προϋποθέσεις της σύλληψης καθώς και σε ποιες περιπτώσεις και μέχρι ποιο βαθμό η άσκηση αστυνομικής βίας είναι επιτρεπτή και καθόλα νομότυπη.
Κατ’ αρχάς σύμφωνα με το άρθρο 275 παρ.1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας : «Προκειμένου για αυτόφωρα κακουργήματα και πλημμελήματα οι ανακριτικοί υπάλληλοι του άρθρου 31, καθώς και κάθε αστυνομικό όργανο, έχουν υποχρέωση, ενώ οποιοσδήποτε πολίτης το δικαίωμα, να συλλάβουν το δράστη, τηρώντας τις διατάξεις του Συντάγματος και του άρθρου 279 του Κώδικα για την άμεση προσαγωγή του στον εισαγγελέα». Με τη διάταξη αυτή καθιδρύεται αφενός υποχρέωση κάθε αστυνομικού οργάνου, ακόμα και αν δεν έχει την ιδιότητα του προανακριτικού υπαλλήλου , αφετέρου δε δικαίωμα του κάθε πολίτη να προβούν στη σύλληψη του επ’ αυτοφώρου καταλαμβανόμενου δράστη κακουργήματος ή πλημμελήματος .
Όπως γίνεται δεκτό, αρκεί για να γεννηθεί η υποχρέωση ή το δικαίωμα αυτό αντίστοιχα, η τέλεση αρχικά άδικης και αρχικά καταλογιστής πράξης. Η εκπλήρωση δε της ως άνω υποχρέωσης που προβλέπεται από την εν λόγω διάταξη, υπάγεται στο άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα σύμφωνα με το οποίο εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στον Ποινικό Κώδικα ( άρθρο 21 : δεν είναι άδικη η πράξη την οποία κάποιος επιχειρεί για να εκτελέσει προσταγή που του έδωσε σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους η αρμόδια αρχή, άρθρο 22 :δεν είναι άδικη η πράξη που τελείται σε κατάσταση άμυνας, άρθρο 25: δεν είναι άδικη η πράξη που τελεί κάποιος προς αποτροπή παρόντος και αναπότρεπτου με άλλα μέσα κινδύνου ο οποίος απειλεί το πρόσωπο ή την περιουσία του ίδιου ή κάποιου άλλου όπως και στα άρθρα 304 παρ.4, 308 παρ.2,367,371 παρ. 4 Ποινικού Κώδικα) , ο άδικος χαρακτήρας της πράξης αποκλείεται και όταν αυτή αποτελεί άσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος που επιβάλλεται από το νόμο.
Το άδικο της συλλήψεως ,που αποτελεί στέρηση της ελευθερίας αίρεται και στην περίπτωση που απαλλαγεί τελικά ο συλληφθείς , αφού κατά τη στιγμή της συλλήψεως δεν είναι δυνατό αυτός ο οποίος προβαίνει στη σύλληψη να διαγνώσει ή να συμπεράνει από τις περιστάσεις, την ύπαρξη υποκειμενικών στοιχείων του αδίκου ή άλλων στοιχείων που μπορεί να οδηγήσουν στην απαλλαγή του συλληφθέντα. Εξάλλου η επαλήθευση ότι ο συλληφθείς διέπραξε ή δεν διέπραξε το έγκλημα γίνεται μεταγενέστερα και αυτός είναι ο τελικός σκοπός της συλλήψεώς του.
Στο άρθρο 278 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ορίζεται το μέτρο και το όριο εντός του οποίου είναι επιτρεπτή η άσκηση αστυνομική βίας κατά τη στιγμή της σύλληψης. Η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου προβλέπει ότι τα αρμόδια για τη σύλληψη όργανα, οφείλουν να συμπεριφέρονται στο συλλαμβανόμενο με κάθε δυνατή ευγένεια και να σέβονται την τιμή του, γι ’αυτό δεν πρέπει να μεταχειρίζονται βία παρά μόνο αν ο συλλαμβανόμενος αντιστέκεται ή είναι ύποπτος φυγής. Για το λόγο αυτό στο συγκεκριμένο περιστατικό, είναι κρίσιμο να διαλευκανθούν από τις δικαστικές αρχές τα γεγονότα, γιατί το συμπέρασμα θα είναι τελείως διαφορετικό, αν αποδειχθεί ότι ο σκηνοθέτης και οι δύο γιοί του αντιστάθηκαν , ήταν επιθετικοί ή προσπάθησαν να διαφύγουν ή αν όπως εκείνοι ισχυρίζονται είχαν ήπια έως απαθή συμπεριφορά και δεν αντέδρασαν. Στην πρώτη περίπτωση είναι επιτρεπτή η χρήση βίας, στη δεύτερη ανεπίτρεπτη.
Ομοίως, η πρόκληση σωματικών βλαβών κατά τη σύλληψη δικαιολογείται ως συνέπεια αστυνομικής βίας , όταν αυτή in concrete στη συγκεκριμένη περίπτωση δηλαδή δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την πραγματοποίηση της σύλληψης. Θα πρέπει να εξεταστεί δηλαδή τι συμπεριφορές είχαν δεχθεί οι αστυνομικοί αμέσως πριν από τους συλλαμβανόμενους και κατά πόσο ήταν αναγκαίο να κάνουν χρήση βίας για να ολοκληρωθεί η σύλληψη. Μπορεί πράγματι να χρειαζόταν αν συνάντησαν σθεναρή αντίδραση ή αν απειλήθηκε η σωματική ακεραιότητα ή άλλα έννομα αγαθά τους, μπορεί να μην ήταν αναγκαία η χρήση βίας για να κάνουν το έργο τους. Η ύπαρξη πάντως επιθετικών συμπεριφορών καλύπτει τα αστυνομικά όργανα, να κάνουν χρήση βίας σε ένα βαθμό.
Εν γένει οι ενέργειες των αστυνομικών οργάνων πρέπει να διέπονται από τις αρχή της αναγκαιότητας , η οποία μαζί με την αρχή της αναλογικότητας, της νομιμότητας και της επιείκειας είναι οι θεμελιώδεις αρχές που πρέπει να διέπουν τη δράση τους για να είναι η δράση αυτή νόμιμη , όταν κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους αναγκάζονται να μετέλθουν βία εναντίον ατόμων.
Μάλιστα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δέχθηκε ( υπόθεση Raninen κατά Φιλανδίας) ότι η δέσμευση του ατόμου με χειροπέδες στη γενικότητά της, δεν συνιστά εξευτελιστική μεταχείριση , αν βεβαίως γίνεται για να πραγματοποιηθεί νόμιμη σύλληψη και δεν περιλαμβάνει χρήση βίας ή δημόσια έκθεση που υπερβαίνει το βαθμό ο οποίος θεωρείται εύλογα αναγκαίος με βάση τις περιστάσεις και ειδικότερα τις υπάρχουσες ενδείξεις ότι ο συλλαμβανόμενος θα χρησιμοποιήσει βία ή θα προσπαθήσει να αποδράσει ή να καταστρέψει αποδεικτικά στοιχεία.